Οι κύστεις στις ωοθήκες υπογόνιμων γυναικών με ενδομητρίωση επηρεάζουν αρνητικά τον αριθμό των ωαρίων και την ποιότητά τους

Οι κύστεις στις ωοθήκες υπογόνιμων γυναικών με ενδομητρίωση επηρεάζουν αρνητικά τον αριθμό των ωαρίων και την ποιότητά τους

Ο πόνος και η υπογονιμότητα είναι τα δύο βασικά συμπτώματα της ενδομητρίωσης. Εκτιμάται ότι οι γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση είναι 30-50% πιο πιθανό να είναι υπογόνιμες.

Οι μηχανισμοί της υπογονιμότητας που σχετίζεται με την ενδομητρίωση είναι ακόμα άγνωστοι. Μπορεί να οφείλονται στις εστίες ενδομητρίωσης στις ωοθήκες, στη διαταραχή της ανατομίας της πυέλου, σε ορμονική ανισορροπία ή στη χειρότερη ποιότητα των ωαρίων που παράγουν οι γυναίκες με ενδομητρίωση.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν την ποιότητα των ωαρίων σε γυναίκες με υπογονιμότητα που συνδέεται με την ενδομητρίωση και διαπίστωσαν ότι ο αριθμός και η ποιότητα των ωαρίων που παράγουν επηρεάζονται αρνητικά από τις κύστεις των ωοθηκών.

Η ποιότητα των ωαρίων μιας γυναίκας επηρεάζεται ιδιαίτερα όταν μια μεγάλη κύστη των ωοθηκών (ενδομητρίωμα), που μερικές φορές ονομάζεται σοκολατοειδής κύστη, έχει διάμετρο μεγαλύτερη από 3 εκατοστά.

Η χειρουργική αφαίρεση των κύστεων των ωοθηκών δεν αποκαθιστά την ικανότητα των ωοθηκών να παράγουν ωάρια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης. “Τα ενδομητριώματα επηρεάζουν αρνητικά τον αριθμό των ωαρίων στην ωοθήκη. Ακόμα και μετά την κυστεκτομή τα ενδομητριώματα έχουν συνεχιζόμενη επιβλαβή επίπτωση στο ωοθηκικό απόθεμα” σύμφωνα με τους ερευνητές.

Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, 29-40 ετών, που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) ή μικρογονιμοποίση ωαρίων (ICSI) συμμετείχαν στη μελέτη που διεξήχθη μεταξύ 2018 και 2019 από επιστήμονες του Ιατρικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου RUDN και της Nova Clinic, ενός κέντρου αναπαραγωγής και γενετικής στη Ρωσία.

Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες. Η ομάδα 1 περιελάμβανε 50 ασθενείς με επαναλαμβανόμενα ενδομητριώματα. Η ομάδα 2 περιελάμβανε 50 γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική αφαίρεση ενδομητριωμάτων. Η ομάδα 3, ομάδα ελέγχου, περιλάμβανε 30 ασθενείς χωρίς ενδομητρίωση, που είχαν υπογονιμότητα σαλπιγγικού παράγοντα.

Η ποιότητα των ωαρίων προσδιορίστηκε σε όλους τους κύκλους IVF / ICSI. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τον αριθμό των καταβολών ωαρίων και τα καταμέτρησαν υπερηχογραφικά (antral follicle count AFC). Στη συνέχεια κατέγραψαν τον αριθμό των ωαρίων που συλλέχθηκαν από κάθε γυναίκα και αξιολόγησαν τα κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά τους.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι και οι δύο ομάδες γυναικών με υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ενδομητρίωση είχαν λιγότερες καταβολές ωαρίων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ωοθήκες έχουν μειωμένη ικανότητα να παράγουν ωάρια σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Από τις ωοθήκες των ασθενών με ενδομητρίωση ελήφθησαν συγκριτικά λιγότερα ωάρια.

Η μορφολογική ανάλυση έδειξε ότι οι ασθενείς με ενδομητρίωση παρήγαγαν πιο ανώριμα ωάρια, σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης που ονομάζονται μετάφαση Ι ή στο στάδιο βλαστικού κυστιδίου. Αυτές οι γυναίκες παρήγαγαν επίσης λιγότερα καλής ποιότητας ωάρια μετάφασης II, τα οποία είναι ώριμα και έτοιμα για γονιμοποίηση. Το γεγονός αυτό δείχνει μειωμένη ποιότητα ωαρίων. Αυτό παρατηρήθηκε σε γυναίκες με ωοθήκες που είχαν ενδομητριώματα με διάμετρο μεγαλύτερη από 3 εκατοστά.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι 25% των ωαρίων που ελήφθησαν από ωοθήκη η οποία είχε σοκολατοειδή κύστη είχαν δομικές αλλαγές και σημάδια εκφυλιστικών αλλαγών.

Φάνηκε επίσης ότι τα ωάρια που ελήφθησαν από ασθενείς με ενδομητρίωση ήταν πιο δύσκολο να φθάσουν σε στάδιο που να είναι έτοιμα για γονιμοποίηση.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Gynecological Endocrinology.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Call Now Button